παράτολμος

παράτολμος
παράτολμος
foolhardy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράτολμος — η, ο / παράτολμος, ον, ΝΑ αυτός που είναι τολμηρός πέρα από όσο πρέπει, υπερβολικά τολμηρός, ριψοκίνδυνος. επίρρ... παράτολμα / παρατόλμως ΝΑ με τρόπο παράτολμο, ριψοκίνδυνο, υπερβολικά τολμηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τόλμη + κατάλ. ος) …   Dictionary of Greek

  • παράτολμος — η, ο ο εξαιρετικά τολμηρός, ριψοκίνδυνος: Παράτολμη απόφαση, ενέργεια κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατόλμως — παράτολμος foolhardy adverbial παράτολμος foolhardy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατόλμοις — παράτολμος foolhardy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άτλητος — ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, ον (Α) 1. ο αφόρητος 2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος 3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) τλᾱ , τλήναι] …   Dictionary of Greek

  • έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα …   Dictionary of Greek

  • δελής — και ντελής, ο 1. παράτολμος μέχρι τρέλας 2. στον πληθ. δελήδες ριψοκίνδυνοι ιππείς τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. deli «τρελός». Η απόδοση με δ στο δελής οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό») πρβλ. βόμβα κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”